-
1 αναφυλαξία
η1) см. αφυλαξία I; 2) мед. анафилаксия -
2 аллергия
-
3 rash
I [ræʃ] adjective(acting, or done, with little caution or thought: a rash person/action/statement; It was rash of you to leave your present job without first finding another.) απερίσκεπτος- rashly- rashness II [ræʃ] noun(a large number of red spots on the skin: That child has a rash - is it measles?) αναφυλαξία
См. также в других словарях:
αναφυλαξία — Η υπερβολική ευαισθησία του οργανισμού σε ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, μη τοξικές. Τον όρο α. χρησιμοποίησε πρώτος ο Σαρλ Ρομπέρ Ρισέ, το 1902. Η α. εκδηλώνεται κλινικά μόνο στην περίπτωση που μια τέτοια ουσία εισάγεται για δεύτερη φορά στον… … Dictionary of Greek
αναφυλαξία — η αλλεργική αρρώστια, η αφυλαξία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek
αφυλαξία — (I) ἀφυλαξία, η (Α) [αφύλακτος] 1. αμέλεια ως προς τη φύλαξη 2. αμέλεια, αδιαφορία 3. έλλειψη ή απουσία φυλάκων, φρουρών. (II) η η αναφυλαξία* … Dictionary of Greek
αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… … Dictionary of Greek
Ρισέ, Σαρλ Ρομπέρ — (Richet, Παρίσι 1850 – 1935). Γάλλος γιατρός και φυσιολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της φυσιολογίας στο πανεπιστήμιο του Παρισιού (1887 1927). Οι κυριότερες μελέτες και ανακαλύψεις του αφορούν το μυϊκό και νευρικό σύστημα, τη ζωική θερμότητα, την… … Dictionary of Greek
φύλαξη — η 1. η φρούρηση: Η φύλαξη των συνόρων. 2. διαφύλαξη, προφύλαξη, προστασία: Η φύλαξη της ζωής του γινόταν από σωματοφύλακες. 3. συντήρηση, διατήρηση: Άφησε στον αδερφό της τη φύλαξη του σπιτιού της. 4. η αμυντική ικανότητα που εμφανίζουν σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)